Τρίτη, Οκτωβρίου 20, 2009

Οι πατημασιές



Μια νύχτα κάποιος άνθρωπος είδε ένα όνειρο ονειρεύτηκε πώς περπατούσε στην ακρογιαλιά με τον Θεό στον ουρανό άστραψαν σκηνές από την ζωή του, σε κάθε σκηνή έβλεπε δυο ζευγάρια πατημασιές πάνω στην άμμο, το ένα άνηκε σ' αυτόν και το άλλο στον Θεό, όταν και η τελευταία σκηνή της ζωής του έλαμψε μπροστά του, κοίταξε πίσω στις πατημασιές στην άμμο.

Παρατήρησε πώς πολλές φορές στο δρόμο της ζωής του υπήρχε μόνο ένα ζευγάρι πατημασιές ακόμη πώς αυτό συνέβαινε στις πιο δύσκολες και θλιμμένες τον στιγμές.
Αυτό πραγματικά τον πείραξε και ρώτησε τον Θεό:
"Θεέ μου, όταν αποφάσισα να σε ακολουθήσω, είπες πώς θα βαδίζουμε μαζί αυτόν τον δρόμο αλλά παρατήρησα πώς στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μου, υπάρχει μόνον ένα ζευγάρι πατημασιές. Δεν καταλαβαίνω, γιατί όταν σε χρειαζόμουν πολύ, Εσύ με άφηνες".
Και ό Θεός απάντησε:
"Πολύ ακριβό μου παιδί σε αγαπώ και δέν σε άφησα ποτέ. Στις στιγμές της δοκιμασίας και του πόνου, πού βλέπεις μόνον ένα ζευγάρι πατημασιές, σέ κρατούσα στην αγκαλιά μου..."

Ευτυχία είναι...


Δύο άνδρες, και οι δύο σοβαρά άρρωστοι, έμεναν στο ίδιο δωμάτιο ενός νοσοκομείου.

Ο ένας άνδρας μπορούσε να σηκωθεί όρθιος στο κρεβάτι του για μία ώρα κάθε απόγευμα για να κατέβουνε υγρά από τα πνευμόνια του.
Το κρεβάτι του βρισκόταν δίπλα στο μοναδικό παράθυρο του δωματίου.
Ο άλλος άνδρας έπρεπε να περνάει όλη την ώρα του βασανιστικά ξαπλωμένος.
Οι άνδρες μιλούσαν για ώρες αδιάκοπα. Μιλούσαν για τις γυναίκες τους και τις οικογένειές τους, τα σπίτια τους, τις δουλειές τους, τη θητεία τους στο στρατό, πού πήγαν διακοπές.
Κάθε απόγευμα, ο άνδρας που ήτανε δίπλα στο παράθυρο επειδή μπορούσε να σηκωθεί, σηκωνότανε και περνούσε την ώρα του περιγράφοντας στον «συγκάτοικό» του όλα όσα μπορούσε να δει έξω από το παράθυρο.
Ο άνδρας στο άλλο κρεβάτι που άκουγε, άρχιζε να ζει για αυτές τις περιόδους, άρχιζε να χαίρεται την ώρα αυτή της περιγραφής και έτσι μπορούσε να ανοιχτεί και να αναζωογονηθεί ο δικός του κόσμος από όλη τη δραστηριότητα και χρώμα, από τον «έξω» κόσμο που τόσο γλαφυρά του περιέγραφε ο «συγκάτοικός» του.
Το παράθυρο –όπως του έλεγε- έβλεπε σε ένα πάρκο με μια όμορφη λιμνούλα.
Πάπιες και κύκνοι έπαιζαν στα νερά ενώ παιδιά αρμένιζαν τα καραβάκια τους. Ερωτευμένοι νέοι περπατούσαν χέρι-χέρι ανάμεσα σε κάθε χρώματος λουλούδια και μια ωραία θέα του ορίζοντα της πόλης μπορούσε να ειδωθεί στο βάθος.
Καθώς ο άνδρας στο παράθυρο περιέγραφε όλο αυτό το θέαμα με θεσπέσια λεπτομέρεια, ο άνδρας στο άλλο μέρος του δωματίου έκλεινε τα μάτια του και φανταζόταν αυτό το γραφικό σκηνικό. Έκλεινε τα μάτια του και ένοιωθε τον εαυτόν του εκεί …έξω.
Ένα ζεστό απόγευμα, ο άνδρας στο παράθυρο περιέγραφε μία παρέλαση που περνούσε.
Αν και ο άλλος άνδρας δεν μπορούσε να ακούσει τη φιλαρμονική - μπορούσε να τη δει μα τα μάτια του μυαλού του καθώς ο κύριος δίπλα στο παράθυρο την απεικόνιζε με παραστατικές λέξεις.
Μέρες, βδομάδες και μήνες πέρασαν. Ο ένας σηκωνότανε και περιέγραφε στον άλλο που δεν μπορούσε να σηκωθεί, ό,τι έβλεπε έξω.
Ένα πρωί, η πρωινή νοσοκόμα ήρθε να τους φέρει νερά για το μπάνιο τους. Όμως αντίκρισε το άψυχο σώμα του άνδρα δίπλα στο παράθυρο, ο οποίος πέθανε ειρηνικά στον ύπνο του.
Ξαφνιάστηκε και κάλεσε τους θεράποντες ιατρούς να πάρουν το νεκρό σώμα.
Λίγες μέρες μετά, ο άλλος άνδρας ρώτησε αν θα μπορούσε να μεταφερθεί στη θέση που άφησε κενή ο «συγκάτοικος» του, δίπλα στο παράθυρο. Η νοσοκόμα ευχαρίστως έκανε την αλλαγή, και εφ' όσον σιγουρεύτηκε ότι ο άνδρας αισθανόταν άνετα, τον άφησε μόνο.
Σιγά, επώδυνα, στήριξε τον εαυτό του στον ένα του αγκώνα να δει για πρώτη φορά του τον έξω κόσμο.
Πάσχισε να γείρει να δει έξω από το παράθυρο δίπλα στο κρεβάτι.
Όμως, αντίκρισε ένα λευκό τοίχο.
Ο άνδρας ρώτησε τη νοσοκόμα αν ήτανε καλά στα μυαλά του ο συχωρεμένος συγκάτοικός του και τι τον ανάγκαζε να του περιγράφει τόσο έξοχα πράγματα έξω από το παράθυρο κάθε απόγευμα.
Η νοσοκόμα αποκρίθηκε πως ο άνδρας ήταν τυφλός και δεν μπορούσε να δει ούτε τον τοίχο.
Πρόσθεσε... Ίσως ήθελε απλά να σου δώσει θάρρος.
Ήθελε να μοιράζεται μαζί σου αυτό που εσύ δεν μπορούσες να έχεις. Τα μάτια σου εκεί έξω»



Επίλογος:

Υπάρχει πελώρια ευτυχία στο να κάνεις τους άλλους ευτυχισμένους, παρά τη δική μας κατάσταση.
Μοιρασμένη λύπη είναι μισή λύπη, αλλά η ευτυχία, όταν μοιράζεται, διπλασιάζεται.
Αν θες να νιώθεις πλούσιος, απλά μέτρα όλα τα πράγματα που έχεις τα οποία δεν αγοράζονται με χρήματα και χαμογέλα από τη καρδία σου για να φανεί και στο πρόσωπο σου.

Για τους καλύτερους μας φίλους...



Ένας άντρας, το άλογο και ο σκύλος του περπατούσαν σε έναν δάσος. Καθώς περνούσαν κάτω από ένα τεράστιο δέντρο έπεσε ένας κεραυνός και τους έκανε και τους τρεις στάχτη.

Όμως ο άντρας δεν κατάλαβε ότι είχε εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο, και συνέχισε την πορεία του με τα δυο του ζώα.
Ο δρόμος ήταν πολύ μακρύς και ανέβαιναν σε ένα λόφο.
Ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός κι αυτοί ίδρωναν και διψούσαν.
Σε μια στροφή του δρόμου είδαν μία πανέμορφη μαρμάρινη πύλη που οδηγούσε σε μια πλατεία στρωμένη με πλάκες από χρυσάφι.
Ο διαβάτης μας κατευθύνθηκε προς τον άνθρωπο που φύλαγε την είσοδο και είχε μαζί του τον εξής διάλογο:
Καλημέρα.
Καλημέρα, απάντησε ο φύλακας
Πώς λέγεται αυτό το τόσο όμορφο μέρος;
Αυτός είναι ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ.
Τι καλά που φτάσαμε στον Παράδεισο, γιατί διψάμε!
Μπορείτε κύριε να μπείτε και να πιείτε όσο νερό θέλετε, και ο φύλακας του έδειξε την πηγή.
Και το άλογο και ο σκύλος μου διψούν επίσης…
Λυπάμαι πολύ, είπε ο φύλακας, αλλά εδώ απαγορεύεται η είσοδος στα ζώα.
Ο άντρας αρνήθηκε με μεγάλη δυσκολία, μιας και διψούσε πολύ, αλλά δεν ήθελε να πιει μόνο αυτός. Ευχαρίστησε τον φύλακα και συνέχισε την πορεία του.
Αφού περπάτησαν για αρκετή ώρα στην ανηφοριά, εξαντλημένοι πλέον και οι τρεις, έφτασαν σε ένα άλλο μέρος, η είσοδος του οποίου ξεχώριζε από μια παλιά πόρτα που οδηγούσε σε έναν χωματόδρομο περικυκλωμένο από δέντρα... Στη σκιά ενός δέντρου καθόταν ένας άντρας, και είχε το κεφάλι του σκεπασμένο με ένα καπέλο.
Μάλλον κοιμόταν.
Καλημέρα, είπε ο διαβάτης.
Ο άντρας έγνεψε σε απάντηση με το κεφάλι του.
Διψάμε πολύ, το άλογό μου, ο σκύλος μου κι εγώ
Υπάρχει μια πηγή ανάμεσα σε εκείνα τα βράχια, είπε ο άντρας, δείχνοντας το μέρος. Μπορείτε να πιείτε όσο νερό θέλετε.
Ο άνθρωπος, το άλογο και ο σκύλος πήγαν στην πηγή και κατεύνασαν τη δίψα τους.
Ο διαβάτης γύρισε πίσω να ευχαριστήσει τον άντρα.
Μπορείτε να ξανάρθετε όποτε θέλετε, του απάντησε εκείνος. Επί τη ευκαιρία, πώς ονομάζεται αυτό το μέρος; ρώτησε ο άντρας.
ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ.
Ο Παράδεισος; Μα, ο φύλακας της μαρμάρινης εισόδου μου είπε ότι εκείνο ήταν ο Παράδεισος!
Εκείνο δεν ήταν ο Παράδεισος. Ήταν η Κόλαση, απάντησε ο φύλακας.
Ο διαβάτης έμεινε σαστισμένος.
Θα έπρεπε να τους απαγορεύσετε να χρησιμοποιούν το όνομά σας! Αυτή η λάθος πληροφορία μπορεί να προκαλέσει μεγάλο μπέρδεμα, είπε ο διαβάτης.
Σε καμία περίπτωση! – αντέτεινε ο άντρας.
Στην πραγματικότητα, μας κάνουν μεγάλη χάρη, διότι εκεί παραμένουν όλοι όσοι είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τους καλύτερούς τους φίλους...
(Paulo Coelho)