Δευτέρα, Μαρτίου 22, 2010

Ο ορειβάτης

Η ιστορία μιλάει για έναν ορειβάτη, ο οποίος θέλησε να ανεβεί το ψηλότερο βουνό. Ξεκίνησε, λοιπόν, την περιπέτεια του μετά από πολλά χρόνια προετοιμασίας. Όμως, επειδή ήθελε τη δόξα μόνο για τον εαυτό του αποφάσισε να σκαρφαλώσει το βουνό μόνος. Η νύχτα, λοιπόν, έπεσε βαριά και ο άνδρας δεν έβλεπε τίποτα. Όλα ήταν μαύρα. Μηδενική ορατότητα. Το φεγγάρι και τα άστρα είχαν καλυφθεί από σύννεφα. Καθώς ο άνδρας ανέβαινε και απείχε λίγα μόνο μέτρα από την κορυφή του βουνού, γλίστρησε και έπεσε στο κενό με μεγάλη ταχύτητα. Ο ...
ορειβάτης πού το μόνο πού έβλεπε καθώς έπεφτε ήταν μαύρες κουκίδες, είχε την τρο¬μερή αίσθηση της βαρύτητας να τον τραβά. Συνέχισε να πέφτει... και σε εκείνες τις στιγμές του μεγάλου φόβου ήρθαν στο μυαλό του όλα τα καλά και τα άσχημα επεισόδια της ζωής του. Σκεφτόταν, τώρα, το πόσο κοντά στο θάνατο ήταν, όταν ξαφνικά ένιωσε το σκοινί πού ήταν δεμένο στη μέση του να τον τραβά δυνατά. Το σώμα του ορειβάτη κρεμόταν πλέον στον αέρα. Μόνο το σχοινί τον κρατούσε ζωντανό. Εκείνη τη στιγμή της αμηχανίας και καμμιάς άλλης επιλογής, φώναξε:
- Θεέ μου, βοήθησε με!
Ξαφνικά, μια βαθειά φωνή προερχόμενη από τον ουρανό απάντησε:
- Τί θέλεις να κάνω;
- Σώσε με, Θεέ μου!
- Αληθινά, νομίζεις ότι μπορώ να σε σώσω;
- Βέβαια, πιστεύω ότι Εσύ μπορείς!
- ΤΟΤΕ, ΚΟΨΕ ΤΟ ΣΧΟΙΝΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΔΕΜΕΝΟ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΣΟΥ...».


Στο σημείο αυτό σταμάτησα να διαβάζω και με απορία σκέφτηκα: «Θεέ μου, τί ζητάς από αυτόν τον άνθρωπο; Είναι δυνατόν να του ζητάς να κόψει το σκοινί, το μόνο πράγμα πού τον κρατάει ζωντανό;» Αλλά, άφησα γρήγορα αυτές τις σκέψεις και έβαλα τον εαυτό μου στη θέση του ορειβάτη. Αλήθεια, ΕΣΥ, τί θα έκανες; Με ανάμεικτα συναισθήματα και σχεδόν με βεβαιότητα για την απάντηση μου, συνεχίζω να διαβάζω:


«Η ομάδα διάσωσης, την άλλη μέρα, είπε ότι ένας ορειβάτης βρέθηκε πεθαμένος, παγωμένος και το σώμα του κρεμόταν από ένα σχοινί. Τα χέρια του κρατούσαν σφιχτά το σχοινί ΜΟΝΟ 3 μέτρα μακριά από τη γη.....».



Και εσύ; Πόσο κολλημένος είσαι στο σχοινί σου; Ποτέ μην αμφισβητήσεις όσα είναι από το Θεό. Ποτέ δεν θα πρέπει να λες ότι σε έχει ξεχάσει η σε έχει εγκαταλείψει. Ποτέ μη νομίζεις ότι δεν σε φροντίζει. Θυμήσου ότι σε κρατάει πάντα με το δεξί Του χέρι και η επιλογή να απλώσεις το δικό σου χέρι ανήκει σε εσένα."

Κυριακή, Μαρτίου 21, 2010

Tο δώρο των προσβολών


Ζούσε κάποτε ένας τρανός πολεμιστής. Παρόλα τα χρόνια που είχαν περάσει, μπορούσε να νικήσει ακόμα τους πάντες. Η φήμη του είχε ταξιδέψει μέχρι τα πέρατα της γης. Ωστε πολλοί νεαροί είχαν έρθει κοντά του να διδαχθούν από αυτόν.
Κάποια μέρα, ένας άσημος νέος πολεμιστής εμφανίστηκε στο χωριό. Ηρθε αποφασισμένος να νικήσει εκείνον τον πανάξιο πολεμιστή. Αυτός ο μικρός και άσημος είχε μια εξαιρετική ικανότητα για να νικά τους αντιπάλους του. Εκτός από την σωματική δύναμη, μπορούσε να ανακαλύψει και να εκμεταλευτεί κάθε ψεγάδι και αδυναμία του αντιπάλου και να τα χρησιμοποιεί για να τους εξουδετερώνει. Περίμενε να κάνει ο άλλος την πρώτη κίνηση, και αμέσως με ταχύτητα αστραπής τους χτυπούσε ανελέητα. Πέρα από την πρώτη αυτή κίνηση δεν είχε επιζήσει κανένας.
Οι νεαροί μαθητευόμενοι παρακάλεσαν τον γέρο δάσκαλό τους να μην αποδεχθεί την πρόκληση. Εκείνος όμως βγήκε για να αντιμετωπίσει τον ξένο.
Ο νεος πολεμιστής με το που είδε τον γέρο να έρχεται, άρχισε τις βρισιές και τις προσβολές. Τον έφτυνε στο πρόσωπο, του πετούσε χώμα στα μάτια, του μιλούσε άσχημα για την οικογένεια και τους προγόνους του.
Εκείνος παρέμενε σιωπηλός και ήρεμος.
Αφού πέρασε κάμποση ώρα και κουράστηκε ο νεαρός, νικημένος τα παράτησε και έφυγε.
Αμέσως περικύκλωσαν τον δάσκαλο τους οι νεαροί μαθητές και τον ρώτησαν πως τα κατάφερε. Πως άντεξε τόσες προσβολές. Πώς τον κατατρόπωσε.
"Αν κάποιος σου δώσει ένα δώρο κι εσύ δεν το δεχθείς σε ποιον ανήκει;" τους ρώτησε!!

Σάββατο, Μαρτίου 20, 2010

"Πόσο φτωχοί είμαστε..."

 

Ένας πατέρας με οικονομική άνεση, θέλοντας να διδάξει στο γιο του τι σημαίνει φτώχεια, τον πήρε μαζί του για να περάσουν λίγες μέρες στο χωριό, σε μια οικογένεια που ζούσε στο βουνό. Πέρασαν τρεις μέρες και δυο νύχτες στην αγροικία. Καθώς επέστρεφαν στο σπίτι, μέσα στο αυτοκίνητο, ο πατέρας ρώτησε το γιο του:

«Πώς σου φάνηκε η εμπειρία;»

«Ωραία» απάντησε ο γιος με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό.

«Και τι έμαθες;» συνέχισε με επιμονή ο πατέρας.

Ο γιος απάντησε:

Εμείς έχουμε έναν σκύλο, ενώ αυτοί τέσσερις.

Εμείς διαθέτουμε μια πισίνα που φτάνει μέχρι τη μέση του κήπου, ενώ αυτοί ένα ποτάμι δίχως τέλος, με κρυστάλλινο νερό, μέσα και γύρω από το οποίο υπάρχουν και άλλες ομορφιές.

Εμείς εισάγουμε φαναράκια από την Ασία για να φωτίζουμε τον κήπο μας, ενώ αυτοί φωτίζονται από τα αστέρια και το φεγγάρι.

Η αυλή μας φτάνει μέχρι το φράχτη, ενώ η δική τους μέχρι τον ορίζοντα.

Εμείς αγοράζουμε το φαγητό μας· αυτοί πάλι, σπέρνουν και θερίζουν γι αυτό.

Εμείς ακούμε CDs. Αυτοί απολαμβάνουν μια απέραντη συμφωνία από πουλιά, βατράχια, και άλλα ζώα. Και όλα αυτά διακόπτονται που και που από το ρυθμικό τραγούδι του γείτονα που εργάζεται στο χωράφι.

Εμείς μαγειρεύουμε με ηλεκτρική κουζίνα. Αυτοί ό,τι τρώνε έχει αυτή τη θεσπέσια γεύση, μια και μαγειρεύουν στα ξύλα.

Εμείς, για να προστατευθούμε, ζούμε περικυκλωμένοι από έναν τοίχο με συναγερμό. Αυτοί ζουν με τις ορθάνοιχτες πόρτες τους, προστατευμένοι από τη φιλία των γειτόνων τους.

Εμείς ζούμε «καλωδιωμένοι» με το κινητό, τον υπολογιστή, την τηλεόραση. Αυτοί, αντίθετα, «συνδέονται» με τη ζωή, τον ουρανό, τον ήλιο, το νερό, το πράσινο του βουνού, τα ζώα τους, τους καρπούς της γης τους, την οικογένειά τους.

Ο πατέρας έμεινε έκθαμβος από τις απαντήσεις του γιου του.

Και ο γιος ολοκλήρωσε με τη φράση:

«Σ' ευχαριστώ μπαμπά που μας δίδαξες πόσο φτωχοί είμαστε.»

Τετάρτη, Μαρτίου 10, 2010

Αγώνας

 

 

Κάποτε έγινε ένας αγώνας βατράχων.
Στόχος τους ήταν να ανέβουν την ψηλότερη κορυφή ενός πύργου.
Πολλοί άνθρωποι μαζεύτηκαν να τους υποστηρίξουν. Ο αγώνας άρχισε.

Στην πραγματικότητα οι άνθρωποι δεν πίστεψαν ότι θα μπορούσαν οι
βάτραχοι να ανέβουν στην κορυφή του πύργου και το μόνο που άκουγες
ήταν: "Τι κόπος! Ποτέ δε θα τα ...καταφέρουν..."

Και οι βάτραχοι , άρχισαν να αμφιβάλλουν για τον εαυτό τους.
Ο κόσμος συνέχιζε: "Τι κόπος! Ποτέ δε θα τα καταφέρουν..."
Και οι βάτραχοι, ο ένας μετά τον άλλον, παραδέχονταν την ήττα τους,
εκτός από έναν, που συνέχιζε να σκαρφαλώνει.

Στο τέλος, μόνο αυτός, κατόρθωσε να φτάσει στην κορυφή, μετά
απο τρομερή προσπάθεια.
Ένας από τους χαμένους βατράχους, πλησίασε να τον ρωτήσει πως τα
κατάφερε να ανέβει στην κορυφή?

Τότε συνειδητοποίησε ότι...... ο βάτραχος..... ηταν κουφός!!!!!!!!!!

Δευτέρα, Μαρτίου 08, 2010

"Υπενθύμιση"

 

ΓΙΟΣ: «Μπαμπά, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» 
ΠΑΤΕΡΑΣ : «Ναι βεβαίως , τι είναι;»
ΓΙΟΣ: «Μπαμπά, πόσα παίρνεις στη μια ώρα;»
ΠΑΤΕΡΑΣ : «Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά. Γιατί ρωτάς  ένα τέτοιο πράγμα;» ρώτησε θυμωμένα.
ΓΙΟΣ: «Θέλω ακριβώς να ξέρω. Παρακαλώ πες μου, πόσα παίρνεις στη μια ώρα;»
ΠΑΤΕΡΑΣ: «Εάν πρέπει να ξέρεις παίρνω $50 την ώρα.»
ΓΙΟΣ: «Ωχ!., απάντησε το παιδί, με το κεφάλι του κάτω.. Μπαμπά σε παρακαλώ μπορείς να μου  δανείσεις $25;»
Ο πατέρας εξαγριωμένος, «Εάν ο μόνος λόγος που  εσύ ρώτησες είναι, ώστε να  δανειστείς  κάποια χρήματα για να αγοράσεις ένα ανόητο παιχνίδι ή κάποιες άλλες αηδίες, τότε να πας  κατ' ευθείαν στο δωμάτιό σου και στο κρεβάτι σου. Σκέψου γιατί είσαι τόσο εγωιστής. Δεν εργάζομαι σκληρά καθημερινά για τέτοιες παιδαριώδεις επιπολαιότητες.»
Το μικρό παιδί πήγε ήσυχα στο δωμάτιό του και έκλεισε την πόρτα.
Ο μπαμπάς κάθισε σκεπτόμενος την ερώτηση του παιδιού και νευρίαζε περισσότερο. Πώς τόλμησε να υποβάλλει τέτοια ερώτηση για να πάρει μόνο κάποια χρήματα;
Μετά από μια περίπου ώρα, ο μπαμπάς είχε ηρεμήσει  και είχε αρχίσει να σκέφτεται:
Ίσως είναι  κάτι  που πρέπει πραγματικά να αγοράσει ο μικρός με τα  $25.00 και  δεν ζητάει  χρήματα πολύ συχνά. Πήγε στην πόρτα του δωματίου του παιδιού και άνοιξε την πόρτα.
«Κοιμάσαι γιε μου;» Ρώτησε.
«Δεν κοιμάμαι » απάντησε το αγόρι.
«Σκεφτόμουν ,ότι ίσως ήμουν πάρα πολύ σκληρός μαζί σου νωρίτερα» είπε ο μπαμπάς .«Ήταν μια μεγάλη ημέρα και έβγαλα την κούραση μου σε σένα. Εδώ είναι τα $25 που μου ζήτησες .»
Το παιδί έτρεξε κατ' ευθείαν επάνω του χαμογελώντας . «Σε ευχαριστώ μπαμπά!» φώναξε. Κατόπιν, πάει στο μαξιλάρι του  και  βγάζει από κάτω κάποια τσαλακωμένα χρήματα.
Ο πατέρας μόλις βλέπει ότι το παιδί έχει ήδη κάποια χρήματα, αρχίζει να νευριάζει.
Το μικρό παιδί αρχίζει να μετράει σιγά τα χρήματά του, και κοιτάζει τον μπαμπά του.
«Γιατί θέλεις περισσότερα χρήματα εφόσον έχεις ήδη  μερικά;» ο πατέρας του γκρινιάζει .
«Επειδή δεν είχα αρκετά, αλλά τώρα έχω,» το μικρό παιδί απάντησε.
«Μπαμπά, έχω $50 τώρα. Μπορώ να αγοράσω μια ώρα του χρόνου σου;... Σε παρακαλώ έλα νωρίς αύριο σπίτι . Θα ήθελα  πολύ να  φάμε μαζί.»

Ο πατέρας συντρίφθηκε. Αγκάλιασε τον μικρό γιο του και ικέτευσε για τη συγχώρεσή του.


Είναι ακριβώς μια σύντομη υπενθύμιση σε όλους σας που εργάζεστε τόσο σκληρά στη ζωή. Δεν πρέπει να αφήσουμε το χρόνο να περνάει από τα χέρια μας χωρίς να περνάμε χρόνο  με εκείνους που πραγματικά σημαίνουν κάτι για εμάς , εκείνους που είναι κοντά στις καρδιές μας. Θυμηθείτε να μοιραστείτε εκείνη την αξία $50 του χρόνου σας με κάποιους  που αγαπάτε.


"Εάν πεθάνουμε αύριο, η επιχείρηση για την οποία εργαζόμαστε θα μπορέσει εύκολα να μας αντικαταστήσει μέσα σε λίγες  ώρες . Αλλά η οικογένεια & οι φίλοι που αφήνουμε  πίσω θα αισθάνονται την απώλεια για το υπόλοιπο της ζωής τους... "

Κυριακή, Μαρτίου 07, 2010

"Να Σου Πω Μια Ιστορία..."

Μια φορά έφτασε στη ζούγλα μια κουκουβάγια που είχε ζήσει αιχμάλωτη και εξήγησε σε όλα τα ζώα τις συνήθειες των ανθρώπων.

'Ελεγε, για παράδειγμα, ότι στις πόλεις οι άνθρωποι ταξινομούσαν τους καλλιτέχνες με βάση τη δεξιοτεχνία τους, με στόχο να ξεχωρίσουν τους καλύτερους σε κάθε τομέα - ζωγραφική, σχέδιο, τραγούδι..

Η ιδέα να υιοθετήσουν ανθρώπινες συνήθειες κέρδισε τα ζώα και ίσως για αυτό οργάνωσαν αμέσως ένα διαγωνισμού τραγουδιού. Δήλωσαν συμμετοχή όλοι οι παρόντες, από το καναρίνι ως το ρινόκερο.

Με την καθοδήγηση της κουκουβάγιας αποφάσισαν ότι ο διαγωνισμός θα γινόταν με γενική μυστική ψηφοφορία όλων των διαγωνιζόμενων. Δηλαδή, η κριτική επιτροπή θα ήταν οι ίδιοι οι διαγωνιζόμενοι.

Έτσι κι έγινε. Ο άνθρωπος και μαζί όλα τα ζώα, ανέβηκαν στο βάθρο και τραγούδησαν κερδίζοντας ένα μικρό ή μεγάλο χειροκρότημα του κοινού. Μετά, έγραψαν την προτίμησή τους σε ένα χαρτάκι και το έριξαν, διπλωμένο, σε μια μεγάλη κάλπη που τη φύλαγε η κουκουβάγια.

Όταν ήρθε η στιγμή της καταμέτρησης, η κουκουβάγια ανέβηκε στην πρόχειρη σκηνή και, με τη βοήθεια δύο ηλικιωμένων πιθήκων, άνοιξε την κάλπη για να βγει το αποτέλεσμα εκείνης της "αδιάβλητης εκλογικής διαδιακασίας", της "γενικής και μυστικής ψηφοφορίας" που ήταν "υπόδειγμα δημοκρατίας", όπως είχε ακούσει να λένε οι πολιτικοί στις πόλεις.

Ένας από τους δύο γέροντες τράβηξε το πρώτο ψηφοδέλτιο και η κουκουβάγια φώναξε:




"Η πρώτη ψήφος, αδέλφια, είναι για το φίλο μας το.... γάιδαρο!!!!"

Έπεσε σιωπή και ακολούθησαν μερικά διστακτικά χειροκροτήματα.

"Δεύτερη ψήφος: Ο γάιδαρος!"

Γενική σαστιμάρα.

"Τρίτη: Ο γάιδαρος!"

Οι παρόντες άρχισαν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον, έκπληκτοι στην αρχή, με βλέμμα επιτιμητικό ύστερα και τέλος, όταν συνέχισαν να βγαίνουν ψήφοι υπέρ του γαιδάρου, όλο και πιο ντροπιασμένοι.

Όλοι ήξεραν ότι δεν υπήρχε χειρότερη φωνή από το απαίσιο γκάρισμά του κι ωστόσο, η μία μετά την άλλη, οι ψήφοι τον εξέλεγαν καλύτερο τραγουδιστή.

Κι έτσι, τελικά, μόλις τελείωσε η καταμέτρηση, βγήκε η απόφαση ύστερη από "ελεύθερη απόφαση της αδέκαστης επιτροπής κριτών" ότι ο γάιδαρος με το παράτονο και ενοχλητικό γκάρισμα ήταν ο νικητής.
Και ανακηρύχθηκε ως "η καλύτερη φωνή της ζούγκλας και των περιχώρων."

Η κουκουβάγια εξήγησε μετά τι είχε συμβεί. Κάθε διαγωνιζόμενος, θεωρώντας τον εαυτό του αδιαμφισβήτητο νικητή, είχε δώσει την ψήφο του στον χειρότερο του διαγωνισμού, που δεν θα αποτελούσε απειλή για τη νίκη του.

Η εκλογή ήταν σχεδόν ομόφωνη. Μόνο δύο ψήφοι δεν ήταν για το γάιδαρο. Η μία ήταν η δική του. Επειδή πίστευε ότι δεν είχε τίποτα να χάσει, ψήφισε με ειλικρίνεια τη γαλιάντρα. Η άλλη, ήταν του ανθρώπου, ο οποίος φυσικά είχε ψηφίσει τον εαυτό του...

"Βλέπεις, λοιπόν, Ντεμιάν. Αυτό σημαίνει μιζέρια στην κοινωνία μας. Όταν νιώθουμε τόσο σπουδαίοι και δεν αφήνουμε χώρο για τους άλλους, όταν πιστεύουμε ότι αξίζουμε πολλά και δεν μπορούμε να δούμε πέρα από τη μύτη μας, όταν φανταζόμαστε πως ήμαστε υπέροχοι και δεν δεχόμαστε σε καμια περίπτωση να μείνει απραγματοποίητη η επιθυμία μας, τότε πολύ συχνά, η ματαιοδοξία, η μικροψυχία, η ηλιθιότητα και η ποταπότητα μας κάνουν μίζερους. Όχι εγωιστές, Ντεμιάν, αλλά μίζερους. Μί - ζε - ρους!"

(Tου Ψυχοθεραπευτή Jorge Bucay)